- σκηνογραφώ
- (ε) μετ. писать декорации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκηνογραφώ — σκηνογραφῶ, έω, ΝΑ [σκηνογράφος] φιλοτεχνώ τη σκηνογραφία (αρχ) 1. παριστάνω κάτι με τρόπο θεατρικό 2. (κατ επέκτ.) εξογκώνω («ἢ σύμπαντα ταῡτα ἐσκηνογράφησεν», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
σκηνογραφώ — σκηνογράφησα, κάνω τα σκηνικά κάποιου έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)